- μυροβαλάνινος
- μῠροβᾰλάν-ινος [ᾰν], η, ον,A made of
μυροβάλανος, ἔλαιον Aët.3.157
;ἄλευρον Paul.Aeg.4.4
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυροβάλανος, ἔλαιον Aët.3.157
;ἄλευρον Paul.Aeg.4.4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
μυροβαλάνινος — μυροβαλάνινος, ον (Α) [μυροβάλανος] αυτός που εξάγεται ή παρασκευάζεται από τη μυροβάλανο … Dictionary of Greek
μυροβαλάνινον — μυροβαλάνινος made of masc acc sg μυροβαλάνινος made of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυροβαλανίνου — μυροβαλάνινος made of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)